Ιστορία της Περιοχής

Η ιστορία της Μαγνησίας και των ανθρώπων που κατοικούσαν σ’ αυτήν αρχίζει πολύ πριν τις πρώτες καταγραφές ιστορίας στον ελληνικό χώρο. Στην περιοχή της Μαγνησίας υπάρχουν παλαιολιθικά ευρήματα στους Οικισμούς Σέσκλο και Διμήνι. Εύφορη γη, πλούσια σε φυσικά αγαθά τόσο η πεδινή Μαγνησία όσο και το Πήλιο έχουν ιστορία αιώνων. Πολλοί άνθρωποι στη διάρκεια αυτών των αιώνων θαύμασαν τις φυσικές ομορφιές του Πηλίου, ερωτεύθηκαν τον τόπο, τον κατέκτησαν, τον προστάτευσαν ή τον κατοίκησαν. Οι άνθρωποι που σήμερα κατοικούν εδώ έχουν μεγαλώσει ακούγοντας ιστορίες για μυθολογικά πρόσωπα που έζησαν σ’ αυτόν τον τόπο, αλλά και για ιστορικές φυσιογνωμίες που άφησαν το σημάδι τους εδώ.

Εδώ γεννήθηκε ο μύθος των Κενταύρων, μισοί άνθρωποι, μισοί άλογα με γνωστότερο τον Κένταυρο Χείρωνα, γιο του τιτάνα Κρόνου, δάσκαλο του Ασκληπιού, του Αχιλλέα, του Ηρακλή και του Ιάσονα. Από εδώ ξεκίνησε η αργοναυτική εκστρατεία, εδώ συνάντησε ο Πάρις τις τρεις θεές Αθηνά, Ήρα και Αφροδίτη, εδώ χάρισε το μήλο στην Αφροδίτη, που του γνώρισε την Ωραία Ελένη.

Από τον Όμηρο, τον Ησίοδο μαθαίνουμε για πόλεις σημαντικές όπως η Σηπιάδα και η Ολιζών. Για την πρώτη γνωρίζουμε ότι πήρε το όνομα της από τον μύθο του Πηλέα και της Θέτιδας. Σύμφωνα με τον μύθο, μετά την επιστροφή του Πηλέα από την αργοναυτική εκστρατεία, αυτός ερωτεύτηκε και κυνήγησε την Θέτιδα. Για να του ξεφύγει εκείνη συνεχώς μεταμορφωνόταν σε φωτιά, νερό, λιοντάρι κ.α. Κυνηγημένη έφτασε τελικά η Θέτιδα στο σημερινό ακρωτήρι της Σηπιάδας, όπου μεταμορφώθηκε σε σουπιά (Σηπία) και ρίχτηκε στην θάλασσα για να ξεφύγει από τον Πηλέα. Από εκεί πήρε το όνομα η πόλη στα παράλια του Αιγαίου και από την πόλη σήμερα ο Δήμος. Ο Πηλέας τελικά έπιασε και παντρεύτηκε την Θέτιδα, καρπός δε του γάμου τους ήταν ο μυθικός ήρωας Αχιλλέας.

Για την αρχαία Ολιζώνα γνωρίζουμε ότι είχε δύο λιμάνια. Ένα από αυτά ήταν στον Παγασητικό (στο σημερινό Βαλτούδι) και το άλλο στο Αιγαίο (στην Χονδρή Άμμο). Από τον Όμηρο μαθαίνουμε στην Ιλιάδα για τον βασιλέα της Ολιζώνας τον Φιλοκτήτη, που πήρε μέρος στον τρωικό πόλεμο, με το τόξο του Ηρακλή, επτά πλοία και 350 άνδρες. Πολλά άλλα στοιχεία δεν υπάρχουν, αλλά ας μην ξεχαστεί ότι ο Φιλοκτήτης, ο βασιλέας της είναι και ο ήρωας της τραγωδίας του Σοφοκλή ‘Φιλοκτήτης’.

O Ηρόδοτος εξηγεί ότι οι Μάγνητες κατέβηκαν από το Βορρά προς το Νότο και θέλοντας να βρουν διέξοδο στη θάλασσα υπέταξαν τους κατοίκους του Πηλίου και έδωσαν το όνομά τους στη Χερσόνησο. Από τον 6ο π.Χ. αιώνα τους Μάγνητες υποτάσσουν οι κάτοικοι των Φερών και ιδρύουν τις Παγασές. Το 353 π.Χ. ο Φίλιππος της Μακεδονίας κυριεύει τις Παγασές και τις Φερές.

Το 293 π.Χ. κτίζεται η Δημητριάς από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή. Σ’ αυτήν προσαρτώνται η Μάγνησσα, Η Ιωλκός, το Ορμίνιο και η Σηπιάδα. Η Δημητριάδα ακμάζει μέχρι τις αρχές του 2ου π.Χ. αιώνα οπότε καταλαμβάνεται από τους Ρωμαίους. Η περιοχή μένει υπό Ρωμαϊκή κυριαρχία αρχικά και Βυζαντινή αργότερα ελεύθερη μέχρι που καταλαμβάνεται από τους Τούρκους. Ωστόσο κατά τη Βυζαντινή περίοδο δέχεται επιδρομές από στεριά και θάλασσα. Τον 6ο μ.Χ. αιώνα ο Ιουστινιανός αναστηλώνει τα τείχη της Δημητριάδας. Ανάμεσα στα ποικίλα ξένα φύλα που εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλία κατά τον 7ο και 8ο αι. ήταν και οι Σλάβοι, οι οποίοι σε αντίθεση με τους υπόλοιπους επιδίωξαν την ειρήνη.

Οι αρχαιολογικές έρευνες δεν έχουν φέρει στο φως οικοδομικά λείψανα αρχαίων οικισμών στα ορεινά τμήματα του Πηλίου. Από αυτό συμπεραίνεται ότι μόνο προσωρινά κατοικούσαν το Πήλιο στην αρχαιότητα. Οικισμοί έχουν βρεθεί στον χώρο όπου είναι σήμερα τα Λεχώνια και το Προμύρι. Αυτό το σκηνικό αλλάζει όταν τον 10ο και 11ο μ.Χ. αιώνα η ευημερία της περιοχής και το έντονο θρησκευτικό συναίσθημα οδηγούν την ίδρυση μοναστικών κοινοτήτων ακόμα και στις πιο υψηλές κορυφές των βουνών. Το Πήλιο που έχει αντίστοιχο φυσικό περιβάλλον με το Άγιο Όρος αποκτά με αυτό τον τρόπο πολλά μοναστήρια και εκκλησίες που στους μετέπειτα αιώνες αποτελούν τους πυρήνες ανάπτυξης των σημερινών χωριών του, πολλά από τα οποία αποκτούν αντίστοιχα ονόματα. Από το 1204 και μετά η Θεσσαλία υποτάσσεται από τους Φράγκους. Ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός μοίρασε τη Θεσσαλία σε διάφορους υποτελείς ηγεμόνες του όπως ο Κων/νος Μελισσινός ή Μαλιασινός στον οποίο έδωσε τη Δημητριάδα. Από την οικογένεια αυτού ιδρύονται δύο σημαντικότατα μοναστήρια που αναζωογονούν την περιοχή και που θα γίνουν οι αρχικοί πυρήνες της οικιστικής ανάπτυξης της Μακρυνίτσας. Όταν τέτοιοι οικισμοί εξελίσσονται σε χωριά, αυτά παίρνουν το όνομά τους από τα αντίστοιχα μοναστήρια. Έτσι η Μακρινίτσα πήρε το όνομά της από την Παναγιά την Μακρινίτισσα, η Πορταριά από την Παναγία την Πορταρέα ενώ άλλα χωριά έχουν κρατήσει τα ακριβή ονόματα, π.χ. Άγιος Λαυρέντιος, Άγιος Γεώργιος, Άγιος Δημήτριος, Άγιος Ιωάννης κ.α.

Η εξελικτική εμφάνιση των οικισμών στις πηλιορείτικες πλαγιές, η οποία θα μεταπλαστεί προσφέροντας τα δυναμικά χωριά του Πηλίου με την έντονη κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ζωή, οφείλεται επίσης: α)στις συστάδες των καλυβιών των κτημάτων όπου σ΄ αυτά έμεναν οι καλλιεργητές κατά την περίοδο της καλλιέργειας και της συγκομιδής, β) στην μετακίνηση των ανθρώπων, όταν η ζωή στα παράλια έγινε δύσκολη εξαιτίας των πειρατικών επιδρομών και γ) στη σταδιακή φυγή των κατοίκων του κάμπου (από τις περιοχές της Θεσσαλίας, Λαμίας κ.λ.π. ) μετά την Τουρκική κυριαρχία αρχικά κατά το 1379-97.

Η τουρκική κυριαρχία όπως επήλθε μετά από τις τουρκικές επεκτατικές προσπάθειες υπό τους Βαγιαζήτ (1402 μ.Χ.), Σουλεϊμάν (1410 μ.Χ.) και Τουραχάν Μπέη (1423 μ.Χ.) έγινε σχεδόν ειρηνικά μετά τη συνθηκολόγηση των τοπικών αρχόντων και την αποδοχή του κουρασμένου από τον πόλεμο πληθυσμού. Μετά την κατάληψη οι Τούρκοι εγκαθίστανται στον κάμπο της Θεσσαλίας και αγνοούν το σκληρό σε κλίμα και περιβάλλον Πήλιο εφόσον εισπράττουν τους φόρους. Στην περιοχή της Ιωλκού εγκαθίσταται στρατιωτικό κέντρο και Τούρκοι παίρνουν τα πλούσια κτήματα του Άνω Βόλου και των Λεχωνίων αλλά δεν πατούν στο Πήλιο. Εκεί ένα σκληρό αλλά πλούσιο σε βλάστηση περιβάλλον και υποανάπτυκτες κοινότητες κοντά σε μοναστήρια δίνουν μια αίσθηση ελπίδας και ελευθερίας. Ο εποικισμός του Πηλίου προχωρά καθώς δημιουργούνται νέα χωριά ενώ ο πληθυσμός ενισχύεται συνέχεια από κατοίκους της Εύβοιας και των κοντινών νησιών. Εκεί οι κάτοικοι βρίσκουν καταφύγιο από τον τουρκικό ζυγό αλλά και τις πειρατικές επιδρομές στα παράλια.

Έτσι η πεδιάδα πεθαίνει εθνικά και πολιτιστικά αλλά αναβαθμίζεται ο ρόλος του Πηλίου. Στο ρόλο αυτό συμβάλλουν τα μοναστήρια που διατηρούν την ορθόδοξη πίστη και γίνονται πόλοι γνώσης. Η εκκλησία την περίοδο αυτή αναλαμβάνει εκτός από τις θρησκευτικές ευθύνες και πνευματικές, κοινωνικές και πολιτικές ευθύνες. Οι στρατιωτικές δυνάμεις στο Πήλιο αποκτούν την διττή δομή των κλεφτών και των αρματολών. Η περιουσία των βυζαντινών μοναστηριών δημεύεται και η εξουσία περνά στον ίδιο εξουσιαστή (Τιμαριούχο). Στα κεφαλοχώρια τα πράγματα είναι διαφορετικά. Το καθένα έχει τον δικό του Τιμαριούχο. Στο ορεινό Πήλιο οι Τούρκοι κατακτητές δεν πατούν, τους ενδιαφέρουν μόνο οι φόροι, οπότε τα χωριά αυτοδιοικούνται. Αποτέλεσμα της αυτοδιοίκησης είναι η αυξημένη αίσθηση ελευθερίας που οδηγεί στην αύξηση του πληθυσμού τους. Ωστόσο αν και υπάρχουν θετικά σημεία η κατάσταση χαρακτηρίζεται από κοινωνική ανησυχία, αβεβαιότητα, ληστεία, βαριά φορολογία, απαιδευσία και μετανάστευση.

Τον 17ο και 18ο αιώνα μ.Χ. η κατάσταση αλλάζει. Με σουλτανικά διατάγματα παραχωρούνται οι πρόσοδοι χωριών του Πηλίου σε Τούρκους μεγιστάνες ή ευαγή τουρκικά ιδρύματα. Από το 1615 τα Πηλιορείτικα χωριά χωρίζονται σε Βακούφια και Χάσια.

Βακούφια ήταν οι περιοχές των οποίων οι πρόσοδοι προορίζονταν για την κάλυψη των οικονομικών αναγκών ιερών ιδρυμάτων και των εξαρτώμενων απ΄ αυτά ευαγών καταστημάτων. Το Βακούφιο ήταν ιδιοκτησία του Στέμματος, εξαρτιόταν από τη Βαλιντέ Σουλτάνα , η οποία διόριζε τον Βοεβόδα (αντιπρόσωπό της) ο οποίος ερχόταν σε συνεννόηση με τους προεστούς, δίνοντάς τους μεγάλες ελευθερίες. Τα Βακούφια ουσιαστικά εξαρτώνται κατευθείαν από την Πόλη. Έκτιζαν εκκλησίες ελεύθερα , είχαν ελαφριά φορολογία και διοικούνταν από τους προεστούς της Μακρυνίτσας. Έτσι δίνονται τα περιθώρια μιας ιδιαίτερης ανάπτυξης της κοινοτικής ζωής, που θα οδηγήσει στην οικονομική και πνευματική ανάπτυξη και κατ’ επέκταση στην Επανάσταση του 21,μέσα από τα προνόμια που απόκτησε (και εναγώνια διατήρησε) και η Εκκλησία. Στα Χάσια η εξουσία ανήκε στο Σουλτάνο, ο οποίος τα διέθετε σε μέλη της Βασιλικής οικογένειας ή σε ανώτερους αξιωματούχους του Κράτους. Τα προνόμιά τους ήταν λιγότερα, οι φόροι μεγαλύτεροι, διοικούνταν από απεσταλμένους του Πασά της Λάρισας, χωρίς να έχουν την ασφάλεια και την διοικητική ελευθερία των Βακουφίων. Παρ΄ όλα αυτά, η κοινοτική διοίκησή τους βρίσκεται στα χέρια των εκλεγμένων δημογερόντων που ήταν Έλληνες, εκτός των Λεχωνίων και του Γόλου.

Βακούφια στην περιοχή του Πηλίου ήταν: Η Μακρυνίτσα, η Δράκεια ,Ο Άγιος Λαυρέντιος , ο Άγιος Γεώργιος, οι Πινακάτες, η Βυζίτσα, η Αργαλαστή, το Μετόχι, η Μπιστινίκα , η Συκή, το Μπιρ, ο Λαύκος, το Προμύρι, η Μούριση, ο Κισσός, το Ανήλιο, και η Μακρυρράχη.

Αντίθετα η Πορταριά , ο Άνω Βόλος, οι Μηλιές με την Πρόπαν (Καλαμάκι), η Λαμπινού, το Νεοχώρι με την Νιάου (Αφέται), η Τσαγκαράδα και η Ζαγορά με το Πουρί ήταν Χάσια.

Το 1668 ο Σουλτάνος Μεχμέτ ο Δ΄, γοητευμένος από τις ομορφιές του Πηλίου, σύμφωνα με την Παράδοση, έκανε τα χωριά ιδιοκτησία της μητέρας του, απαγορεύοντας τη μόνιμη εγκατάσταση των Τούρκων. Το Πήλιο μέχρι το 17ο αιώνα υπάγεται στο Βελεστίνο, ενώ αργότερα δημιουργείται ξεχωριστή υποδιοίκηση με έδρα την Αργαλαστή. Τα 1790 η έδρα περνάει στα χέρια της Μακρυνίτσας, ενώ ο διοικητικός χωρισμός σε Βακούφια και Χάσια καταργείται το 1840.

Η σχετική αυτονομία των Πηλιορείτικων χωριών κατά τον 17ο και 18ο αι. οδήγησε σε πνευματική, οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξη. Η υλική ευημερία που προέρχεται από εμπορική ανάπτυξη, ανάπτυξη της βιοτεχνίας και οικοτεχνίας και της ναυτιλιακής κίνησης οδηγεί σε νέες μετακινήσεις πληθυσμών στο Πήλιο, ιδιαίτερα από την περιοχή της Ηπείρου, και αργότερα από πλούσιους Μοσχοπολίτες και Βλάχους. Ακόμη οι ξενιτεμένοι στέλνουν χρήματα για την ανακαίνιση και ίδρυση εκκλησιών.

Έτσι οι Πηλιορείτες έρχονται σε επαφή με τις προηγμένες κοινωνίες της Ευρώπης και με τον Ελληνισμό της Διασποράς, που έχει ήδη διαποτιστεί από το πνεύμα του Διαφωτισμού. Σχολεία με νέες διδακτικές και βιβλιοθήκες ιδρύονται. Οι λόγιοι επιδίδονται σε εκδοτικό και συγγραφικό έργο με αίτημα την ηθική διαπαιδαγώγηση.

Η σταδιακή αυτή άνοδος του Πηλίου έδωσε στους κατοίκους ένα ελεύθερο πνεύμα που συνδυάστηκε με τον ελληνικό αγώνα για ελευθερία από τους Τούρκους. Όπως σε κάθε αγώνα για ελευθερία τίμημα αποτελούν οι καταστροφές. Το Πήλιο πέρασε τέτοιες κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης με χαρακτηριστικότερη το κάψιμο της Αργαλαστής το 1823 από τον Δράμαλη.

Την ίδια ελεύθερη συμπεριφορά επέδειξε το Πήλιο κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου όπου πολλές αντάρτικες ομάδες έβρισκαν καταφύγιο συνεχίζοντας τον αγώνα τους. Το Πήλιο αποτέλεσε βάση σε πολλές επιχειρήσεις για τον αγώνα ενάντια στους κατακτητές.

Από τα μέσα του 20ου αιώνα, λόγω της μεγάλης αύξησης του τουρισμού, το Πήλιο γνωρίζει σταδιακά μεγάλη άνθηση.